- βαρύπνοος
- βᾰρύ-πνοος, ον,A = βαρυαής II, Nic.Th.76, Al.338.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
βαρύπνοος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βαρυπνόου — βαρύπνοος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χιονιστής — ο, Ν 1. χιονιάς 2. ψυχρός άνεμος που πνέει από ψηλά μέρη, όπου έχει χιονίσει («κραταιός και βαρύπνοος βορράς, χιονιστής, εφύσα κατά τας παραμονάς τής αγίας ημέρας», Παπαδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χιονίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1816 στον Ι. Ρίζο… … Dictionary of Greek